γαλατσίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλατσίδα | οι | γαλατσίδες |
| γενική | της | γαλατσίδας | των | γαλατσίδων |
| αιτιατική | τη | γαλατσίδα | τις | γαλατσίδες |
| κλητική | γαλατσίδα | γαλατσίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλατσίδα < μεσαιωνική ελληνική γαλατσίδα < γαλατσίς < (ελληνιστική κοινή) γαλακτίς < αρχαία ελληνική γάλα
Ουσιαστικό
γαλατσίδα θηλυκό
- (φυτό) αγριόχορτο που περιέχει γαλακτώδη χυμό
- (φυτό) φυτό που ανήκει στην οικογένεια ευφορβιιδών (ευφορβία η ακανθόθαμνη)
- (φυτό) το φυτό περικοκλάδα
- (φυτό) το φυτό τιθύμαλλος, φλόμος
Συνώνυμα
- γαλαξίδα
- γαλαξίνα
- γαλατόχορτο
- γαλατσόχορτο
- ελλέβορος
Μεταφράσεις
γαλατσίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.