γαλακτοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλακτοτροφία | οι | γαλακτοτροφίες |
| γενική | της | γαλακτοτροφίας | των | γαλακτοτροφιών |
| αιτιατική | τη | γαλακτοτροφία | τις | γαλακτοτροφίες |
| κλητική | γαλακτοτροφία | γαλακτοτροφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτοτροφία < ελληνιστική κοινή γαλακτοτροφία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.la.kto.tɾoˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐κτο‐τρο‐φί‐α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γαλακτοτροφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.