εγκυμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκυμοσύνη | οι | εγκυμοσύνες |
| γενική | της | εγκυμοσύνης | των | εγκυμοσυνών |
| αιτιατική | την | εγκυμοσύνη | τις | εγκυμοσύνες |
| κλητική | εγκυμοσύνη | εγκυμοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.moˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκυ‐μο‐σύ‐νη
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κυ‐μο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
εγκυμοσύνη θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εγκυμοσύνη
|
Αναφορές
- εγκυμοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εγκυμονώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.