γαλούχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλούχηση οι γαλουχήσεις
      γενική της γαλούχησης* των γαλουχήσεων
    αιτιατική τη γαλούχηση τις γαλουχήσεις
     κλητική γαλούχηση γαλουχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαλουχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλούχηση < μεσαιωνική ελληνική γαλούχησις (θηλασμός)

Ουσιαστικό

γαλούχηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γαλουχώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.