αστουριανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αστουριανά | ||
| γενική | των | αστουριανών | ||
| αιτιατική | τα | αστουριανά | ||
| κλητική | αστουριανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστουριανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αστουριανός στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.stu.ɾi.aˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στου‐ρι‐α‐νά
Ουσιαστικό
αστουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
- αστουριανικός
- αστουριανός
- Αστούρια
- Αστουριανός
- κωδικός: ast
-
Asturian language στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αστουριανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αστουριανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστουριανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.