ομογάλακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομογάλακτος η ομογάλακτη το ομογάλακτο
      γενική του ομογάλακτου της ομογάλακτης του ομογάλακτου
    αιτιατική τον ομογάλακτο την ομογάλακτη το ομογάλακτο
     κλητική ομογάλακτε ομογάλακτη ομογάλακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομογάλακτοι οι ομογάλακτες τα ομογάλακτα
      γενική των ομογάλακτων των ομογάλακτων των ομογάλακτων
    αιτιατική τους ομογάλακτους τις ομογάλακτες τα ομογάλακτα
     κλητική ομογάλακτοι ομογάλακτες ομογάλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομογάλακτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμογάλακτος < αρχαία ελληνική οἱ ὁμογάλακτες [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομο- + (γάλα, γενική: γάλακτος) γαλακτ- + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.moˈɣa.la.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομογάλακτος

Επίθετο

ομογάλακτος, -η, -ο

  • που θήλασε από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλον, χωρίς αυτή να είναι φυσική μητέρα και των δυο τους· που μεγάλωσε μαζί με κάποιον άλλον
    ομογάλακτος αδελφός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.