κορσικανικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορσικανικά
      γενική των κορσικανικών
    αιτιατική τα κορσικανικά
     κλητική κορσικανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορσικανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κορσικανικός στον πληθυντικό < Κορσική

Ουσιαστικό

Οι διάλεκτοι της Κορσικανικής.

κορσικανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κορσικανικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.