γαλατάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλατάς | οι | γαλατάδες |
| γενική | του | γαλατά | των | γαλατάδων |
| αιτιατική | τον | γαλατά | τους | γαλατάδες |
| κλητική | γαλατά | γαλατάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.laˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐τάς
Ουσιαστικό
γαλατάς αρσενικό, γαλατού θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που πουλάει γάλα
- (επάγγελμα) αυτός που διανέμει στα σπίτια φρέσκο γάλα
- (παρωχημένο) μεγάλη, αδιαφανής μπίλια γαλακτερού χρώματος που χρησιμοποιούσαν για παιχνίδια με μπίλιες
Παράγωγα
Συγγενικά
- Γαλατάς (επώνυμο)
Αναφορές
- γαλατάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.