γαλαδερφός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλαδερφός | οι | γαλαδερφοί |
| γενική | του | γαλαδερφού | των | γαλαδερφών |
| αιτιατική | τον | γαλαδερφό | τους | γαλαδερφούς |
| κλητική | γαλαδερφέ | γαλαδερφοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γαλαδερφός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.