γαλανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλανός η γαλανή το γαλανό
      γενική του γαλανού της γαλανής του γαλανού
    αιτιατική τον γαλανό τη γαλανή το γαλανό
     κλητική γαλανέ γαλανή γαλανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλανοί οι γαλανές τα γαλανά
      γενική των γαλανών των γαλανών των γαλανών
    αιτιατική τους γαλανούς τις γαλανές τα γαλανά
     κλητική γαλανοί γαλανές γαλανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλανός < αρχαία ελληνική γαλανός (επειδή έχει το χρώμα που παίρνει η ήρεμη θάλασσα)

Επίθετο

γαλανός, -ή, -ό

  1. ανοιχτός γαλάζιος

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαλανός < γαληνός

Επίθετο

γαλανός

  1. γαληνεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.