ἀγάλακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγάλακτος < ἀ- στερητικό ή ἀ- αθροιστικό + γάλα
Επίθετο
ἀγάλακτος, -ος, -ον
- με α στερητικό: ο αγάλακτος, αυτός που δεν έχει ακόμα θηλάσει, ή που δεν έχει γάλα, ο μη θηλάζων, καθώς και αυτός που δεν έχει θηλάσει μητρικό γάλα
- με α αθροιστικό: ο ομογάλακτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.