γαλουχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαλουχώ < (ελληνιστική κοινή) γαλουχῶ (θηλάζω) < γάλα + έχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.luˈxo/
Ρήμα
γαλουχώ, πρτ.: γαλουχούσα, στ.μέλλ.: θα γαλουχήσω, αόρ.: γαλούχησα, παθ.φωνή: γαλουχούμαι, μτχ.π.π.: γαλουχημένος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.