απογαλακτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απογαλακτισμός οι απογαλακτισμοί
      γενική του απογαλακτισμού των απογαλακτισμών
    αιτιατική τον απογαλακτισμό τους απογαλακτισμούς
     κλητική απογαλακτισμέ απογαλακτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απογαλακτισμός < αρχαία ελληνική ἀπογαλακτισμός < απο- + γάλακτος + -ισμός

Ουσιαστικό

απογαλακτισμός αρσενικό

  1. η χρονική διάρκεια κατά την οποία αντικαθίσταται σταδιακά και κατ’ ολίγον για το βρέφος το μητρικό γάλα με άλλες τροφές μέχρι του αποθηλασμού, δηλ. της πλήρους διακοπής της γαλουχήσεως του
     συνώνυμα: αποθηλασμός
  2. (βιολογία) (ζωολογία) ο τερματισμός παραγωγής γάλακτος στα θηλαστικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.