γαλατερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλατερός | η | γαλατερή | το | γαλατερό |
| γενική | του | γαλατερού | της | γαλατερής | του | γαλατερού |
| αιτιατική | τον | γαλατερό | τη | γαλατερή | το | γαλατερό |
| κλητική | γαλατερέ | γαλατερή | γαλατερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλατεροί | οι | γαλατερές | τα | γαλατερά |
| γενική | των | γαλατερών | των | γαλατερών | των | γαλατερών |
| αιτιατική | τους | γαλατερούς | τις | γαλατερές | τα | γαλατερά |
| κλητική | γαλατεροί | γαλατερές | γαλατερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γαλατερός
- ο πλήρης γάλακτος, με πολύ γάλα
Αναφορές
- γαλατερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.