γαλατερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλατερός η γαλατερή το γαλατερό
      γενική του γαλατερού της γαλατερής του γαλατερού
    αιτιατική τον γαλατερό τη γαλατερή το γαλατερό
     κλητική γαλατερέ γαλατερή γαλατερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλατεροί οι γαλατερές τα γαλατερά
      γενική των γαλατερών των γαλατερών των γαλατερών
    αιτιατική τους γαλατερούς τις γαλατερές τα γαλατερά
     κλητική γαλατεροί γαλατερές γαλατερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλατερός < γάλα (γαλατ-) + -ερός[1]

Επίθετο

γαλατερός

  • ο πλήρης γάλακτος, με πολύ γάλα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.