αρωμουνικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αρωμουνικά
      γενική των αρωμουνικών
    αιτιατική τα αρωμουνικά
     κλητική αρωμουνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρωμουνικά < (άμεσο δάνειο) λατινική Romanus (Ρωμαίος)

Ουσιαστικό

Γλωσσικές "νησίδες" αρωμουνικών στη βαλκανική χερσόνησο (1926).

αρωμουνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.