ἀφρόγαλα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀφρόγαλᾰ τὰ ἀφρογάλᾰκτ
      γενική τοῦ ἀφρογάλᾰκτος τῶν ἀφρογαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ ἀφρογάλᾰκτ τοῖς ἀφρογάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀφρόγαλᾰ τὰ ἀφρογάλᾰκτ
     κλητική ! ἀφρόγαλᾰ ἀφρογάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφρογάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀφρογαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀφρόγαλα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀφρ(ός) + -ό- + γάλα

Ουσιαστικό

ἀφρόγαλα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.