πρωτόγαλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το πρωτόγαλα
      γενική του πρωτογάλακτος
    αιτιατική το πρωτόγαλα
     κλητική πρωτόγαλα
όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτόγαλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πρωτόγαλα

Ουσιαστικό

πρωτόγαλα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.