πρωτόγαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτόγαλα | ||
| γενική | του | πρωτογάλακτος | ||
| αιτιατική | το | πρωτόγαλα | ||
| κλητική | πρωτόγαλα | |||
| όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτόγαλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πρωτόγαλα
-
πρωτόγαλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- πρωτόγαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
[και με γενική ενικού]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.