γαλαντόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλαντόμος η γαλαντόμα το γαλαντόμο
      γενική του γαλαντόμου της γαλαντόμας του γαλαντόμου
    αιτιατική τον γαλαντόμο τη γαλαντόμα το γαλαντόμο
     κλητική γαλαντόμε γαλαντόμα γαλαντόμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλαντόμοι οι γαλαντόμες τα γαλαντόμα
      γενική των γαλαντόμων των γαλαντόμων των γαλαντόμων
    αιτιατική τους γαλαντόμους τις γαλαντόμες τα γαλαντόμα
     κλητική γαλαντόμοι γαλαντόμες γαλαντόμα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλαντόμος < (άμεσο δάνειο) βενετική galantomo < ιταλική galantuomo < galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)

Επίθετο

γαλαντόμος, -α, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.