γαλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλακτικός | οι | γαλακτικοί |
| γενική | του | γαλακτικού | των | γαλακτικών |
| αιτιατική | τον | γαλακτικό | τους | γαλακτικούς |
| κλητική | γαλακτικέ | γαλακτικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτικός < αρχαία ελληνική γαλακτικός < γάλα
Μεταφράσεις
γαλακτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.