γαλατάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαλατάδικο | τα | γαλατάδικα |
| γενική | του | γαλατάδικου | των | γαλατάδικων |
| αιτιατική | το | γαλατάδικο | τα | γαλατάδικα |
| κλητική | γαλατάδικο | γαλατάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαλατάδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο οποίο πωλείται ή σερβίρεται γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως γιαούρτι κλπ.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γαλατάδικο
|
→ δείτε τη λέξη γαλακτοπωλείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.