γαλαδερφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλαδερφή | οι | γαλαδερφές |
| γενική | της | γαλαδερφής | των | γαλαδερφών |
| αιτιατική | τη | γαλαδερφή | τις | γαλαδερφές |
| κλητική | γαλαδερφή | γαλαδερφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλαδερφή < γαλαδερφός
Ουσιαστικό
γαλαδερφή θηλυκό
- η ομογάλακτη αδελφή
- Η συχωρεμένη η μάνα μου, τη μέρα που σκοτώθηκε το πρώτο της παιδί, της ήρθε μουσαφίρισσα μια γαλαδερφή της. Την καλοσκάμνισε, την έβαλε να κοιμηθεί. Και μόνο το άλλο πρωί που τη συναπόβγανε, της είπε τον πόνο της απάνω στο κατώφλι. (Παντελής Πρεβελάκης, Ο Ήλιος του Θανάτου)
Μεταφράσεις
γαλαδερφή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.