κορνουαλικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κορνουαλικά | ||
| γενική | των | κορνουαλικών | ||
| αιτιατική | τα | κορνουαλικά | ||
| κλητική | κορνουαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορνουαλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κορνουαλικός στον πληθυντικό < Κορνουάλη
Ουσιαστικό

Δίγλωσσος χάρτης της Κορνουάλης (στα κορνουαλικά και στα αγγλικά).
κορνουαλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.