κορνουαλικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορνουαλικά
      γενική των κορνουαλικών
    αιτιατική τα κορνουαλικά
     κλητική κορνουαλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνουαλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κορνουαλικός στον πληθυντικό < Κορνουάλη

Ουσιαστικό

Δίγλωσσος χάρτης της Κορνουάλης (στα κορνουαλικά και στα αγγλικά).

κορνουαλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) η κελτικής καταγωγής γλώσσα της Κορνουάλης. Είναι συγγενική με τα ουαλικά και τα βρετονικά. Σταμάτησε να μιλιέται προς στο τέλος του 18ου αιώνα, αλλά στον 20 αιώνα έγινε προσπάθεια αναβίωσής της. Στις μέρες μας, τη γνωρίζουν και μπορούν να τη μιλούν επαρκώς μερικές εκατοντάδες άνθρωποι.

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.