γαλουχημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλουχημένος η γαλουχημένη το γαλουχημένο
      γενική του γαλουχημένου της γαλουχημένης του γαλουχημένου
    αιτιατική τον γαλουχημένο τη γαλουχημένη το γαλουχημένο
     κλητική γαλουχημένε γαλουχημένη γαλουχημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλουχημένοι οι γαλουχημένες τα γαλουχημένα
      γενική των γαλουχημένων των γαλουχημένων των γαλουχημένων
    αιτιατική τους γαλουχημένους τις γαλουχημένες τα γαλουχημένα
     κλητική γαλουχημένοι γαλουχημένες γαλουχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλουχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαλουχώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.lu.çiˈme.nos/

Μετοχή

γαλουχημένος

  • που έχει γαλουχηθεί με κάτι, έχει μεγαλώσει από πολύ μικρός με συγκεκριμένες συνήθειες, ιδέες, αντιλήψεις, οράματα κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.