γαλακτερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτερός η γαλακτερή το γαλακτερό
      γενική του γαλακτερού της γαλακτερής του γαλακτερού
    αιτιατική τον γαλακτερό τη γαλακτερή το γαλακτερό
     κλητική γαλακτερέ γαλακτερή γαλακτερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτεροί οι γαλακτερές τα γαλακτερά
      γενική των γαλακτερών των γαλακτερών των γαλακτερών
    αιτιατική τους γαλακτερούς τις γαλακτερές τα γαλακτερά
     κλητική γαλακτεροί γαλακτερές γαλακτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλακτερός < λόγια επίδραση στο γαλατερός, γάλα γαλατ > γαλακτ- + -ερός [1] ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλακτερός[2] (όψιμη ελληνιστική κοινή )

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.la.kteˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλακτερός

Επίθετο

γαλακτερός, -ή, -ό

  1. που δίνει πολύ γάλα
    γαλακτερή αγελάδα
  2. φτιαγμένος, παρασκευασμένος από γάλα [3]
  3. (για φυτά) που έχει γαλακτώδη χυμό
    η συκιά έχει γαλακτερούς καρπούς
  4. που είναι άσπρος σαν το γάλα [3]
     συνώνυμα: γαλακτώδης, γαλατένιος
  5.  δείτε 'στον πληθυνικό'  τα γαλακτερά (ουσιαστικό)

Συγγενικά

επίθετα γαλακτ-

επίθετα γαλατ-

 και δείτε τη λέξη γάλα

διαφορετικού ετύμου:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γαλακτερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γαλακτερός γαλακτερᾱ́ τὸ γαλακτερόν
      γενική τοῦ γαλακτεροῦ τῆς γαλακτερᾶς τοῦ γαλακτεροῦ
      δοτική τῷ γαλακτερ τῇ γαλακτερ τῷ γαλακτερ
    αιτιατική τὸν γαλακτερόν τὴν γαλακτερᾱ́ν τὸ γαλακτερόν
     κλητική ! γαλακτερέ γαλακτερᾱ́ γαλακτερόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γαλακτεροί αἱ γαλακτεραί τὰ γαλακτερᾰ́
      γενική τῶν γαλακτερῶν τῶν γαλακτερῶν τῶν γαλακτερῶν
      δοτική τοῖς γαλακτεροῖς ταῖς γαλακτεραῖς τοῖς γαλακτεροῖς
    αιτιατική τοὺς γαλακτερούς τὰς γαλακτερᾱ́ς τὰ γαλακτερᾰ́
     κλητική ! γαλακτεροί γαλακτεραί γαλακτερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαλακτερώ τὼ γαλακτερᾱ́ τὼ γαλακτερώ
      γεν-δοτ τοῖν γαλακτεροῖν τοῖν γαλακτεραῖν τοῖν γαλακτεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλακτερός (όψιμη ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γάλα, γαλακτ- + -ερός [1]

Επίθετο

γαλακτερός, -ά, -όν

  • (όψιμη ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του αρχαίου γαλακτώδης
      '4ος-6ος* αιώνας κε Ἱερόφιλος, Περί τροφών κύκλος, 4 (μήν Απρίλιος).2 στο Physici et medici graeci minores, τόμος 1, Ed.Ideler, Berolini: Reimeri, 1841, σελ.411@books.google
    Κρέη δὲ ἐσθίειν τρυφερὰ καὶ εὔσαρκα, οἷον ἄρνας νεμομένους καὶ μὴ γαλακτάρια, ὡσαύτως καὶ ἐρίφους γαλακτεροὺς καὶ ὅσα κρέη πρόβεια τῶν νέων καὶ εὐνούχων, ψαχνὰ καὶ δίεφθα·

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.