γαλουχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλουχία | οι | γαλουχίες |
| γενική | της | γαλουχίας | των | γαλουχιών |
| αιτιατική | τη | γαλουχία | τις | γαλουχίες |
| κλητική | γαλουχία | γαλουχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλουχία < ελληνιστική κοινή γαλουχία < αρχαία ελληνική γάλα + ἔχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.luˈçi.a/
-
γαλουχία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.