γαλακτώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλακτώδης | η | γαλακτώδης | το | γαλακτώδες |
| γενική | του | γαλακτώδους | της | γαλακτώδους | του | γαλακτώδους |
| αιτιατική | τον | γαλακτώδη | τη | γαλακτώδη | το | γαλακτώδες |
| κλητική | γαλακτώδη(ς) | γαλακτώδης | γαλακτώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλακτώδεις | οι | γαλακτώδεις | τα | γαλακτώδη |
| γενική | των | γαλακτωδών | των | γαλακτωδών | των | γαλακτωδών |
| αιτιατική | τους | γαλακτώδεις | τις | γαλακτώδεις | τα | γαλακτώδη |
| κλητική | γαλακτώδεις | γαλακτώδεις | γαλακτώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλακτώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαλακτώδης
Μεταφράσεις
γαλακτώδης
|
|
Πηγές
- γαλακτώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαλακτώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | γαλακτώδης | τὸ | γαλακτῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | γαλακτώδους | τοῦ | γαλακτώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | γαλακτώδει | τῷ | γαλακτώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | γαλακτώδη | τὸ | γαλακτῶδες | ||
| κλητική ὦ! | γαλακτῶδες | γαλακτῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | γαλακτώδεις | τὰ | γαλακτώδη | ||
| γενική | τῶν | γαλακτώδων | τῶν | γαλακτώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | γαλακτώδεσῐ(ν) | τοῖς | γαλακτώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | γαλακτώδεις | τὰ | γαλακτώδη | ||
| κλητική ὦ! | γαλακτώδεις | γαλακτώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαλακτώδει | τὼ | γαλακτώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαλακτώδοιν | τοῖν | γαλακτώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
γαλακτώδης < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- γαλακτώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.