γαλάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλάριος | η | γαλάρια | το | γαλάριο |
| γενική | του | γαλάριου | της | γαλάριας | του | γαλάριου |
| αιτιατική | τον | γαλάριο | τη | γαλάρια | το | γαλάριο |
| κλητική | γαλάριε | γαλάρια | γαλάριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλάριοι | οι | γαλάριες | τα | γαλάρια |
| γενική | των | γαλάριων | των | γαλάριων | των | γαλάριων |
| αιτιατική | τους | γαλάριους | τις | γαλάριες | τα | γαλάρια |
| κλητική | γαλάριοι | γαλάριες | γαλάρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλάριος < γάλα
Επίθετο
γαλάριος
- για ζώα που δίνουν πολύ γάλα ή απλώς γάλα (γαλάρια ως ουσιαστικό: οι κατσίκες και οι προβατίνες)
Μεταφράσεις
γαλάριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.