γαλαθηνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλαθηνός | η | γαλαθηνή | το | γαλαθηνό |
| γενική | του | γαλαθηνού | της | γαλαθηνής | του | γαλαθηνού |
| αιτιατική | τον | γαλαθηνό | τη | γαλαθηνή | το | γαλαθηνό |
| κλητική | γαλαθηνέ | γαλαθηνή | γαλαθηνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλαθηνοί | οι | γαλαθηνές | τα | γαλαθηνά |
| γενική | των | γαλαθηνών | των | γαλαθηνών | των | γαλαθηνών |
| αιτιατική | τους | γαλαθηνούς | τις | γαλαθηνές | τα | γαλαθηνά |
| κλητική | γαλαθηνοί | γαλαθηνές | γαλαθηνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλαθηνός < αρχαία ελληνική γαλαθηνός γάλα + -θηνός (< θῆσθαι, απαρέμφατο του θηλάζω)
Συνώνυμα
- βυζανιάρικος
Μεταφράσεις
γαλαθηνός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.