ἀγάλαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀγάλαξ οἱ/αἱ ἀγάλακτες
      γενική τοῦ/τῆς ἀγάλακτος τῶν ἀγαλάκτων
      δοτική τῷ/τῇ ἀγάλακτ τοῖς/ταῖς ἀγάλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγάλακτ τοὺς/τὰς ἀγάλακτᾰς
     κλητική ! ἀγάλαξ ἀγάλακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγάλακτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγαλάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγάλαξ < ἀ- στερητικό + γάλα, γάλακτ- +

Ουσιαστικό

ἀγάλαξ αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • ἀγαλακτία

σημασία: ομογάλακτος με άλφα αθροιστικό

  • ἁγάλαξ (με δασεία, ἁ- αθροιστικό)
  • ἀγαλάκτης
  • ἀγάλακτος (με ψιλή, ἀ- αθροιστικό)
  • ἀγαλακτοσύνη (συγγένεια)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.