γαλακτοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτοφόρος η γαλακτοφόρα το γαλακτοφόρο
      γενική του γαλακτοφόρου της γαλακτοφόρας του γαλακτοφόρου
    αιτιατική τον γαλακτοφόρο τη γαλακτοφόρα το γαλακτοφόρο
     κλητική γαλακτοφόρε γαλακτοφόρα γαλακτοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοφόροι οι γαλακτοφόρες τα γαλακτοφόρα
      γενική των γαλακτοφόρων των γαλακτοφόρων των γαλακτοφόρων
    αιτιατική τους γαλακτοφόρους τις γαλακτοφόρες τα γαλακτοφόρα
     κλητική γαλακτοφόροι γαλακτοφόρες γαλακτοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλακτοφόρος < γάλακτ(oς) + -ο- + -φόρος < φέρω

Επίθετο

γαλακτοφόρος

  1. που φέρνει γάλα, που κατεβάζει γάλα, που παράγει γάλα (γυναίκα ή ζώο)
  2. ανατομικό στοιχείο, μέσα από τον οποίο περνά γάλα (πόρος, αδένας, αγωγός)
  3. που συμβάλλει στην παραγωγή ή αύξηση της παραγωγής γάλακτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.