γαλακτοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλακτοπώλης οι γαλακτοπώλες
      γενική του γαλακτοπώλη των γαλακτοπωλών
    αιτιατική τον γαλακτοπώλη τους γαλακτοπώλες
     κλητική γαλακτοπώλη γαλακτοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλακτοπώλης < γαλακτο- + -πώλης (< πωλώ)

Ουσιαστικό

γαλακτοπώλης αρσενικό (θηλυκό γαλακτοπώλισσα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.