γαλακτοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλακτοπώλης | οι | γαλακτοπώλες |
| γενική | του | γαλακτοπώλη | των | γαλακτοπωλών |
| αιτιατική | τον | γαλακτοπώλη | τους | γαλακτοπώλες |
| κλητική | γαλακτοπώλη | γαλακτοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαλακτοπώλης αρσενικό (θηλυκό γαλακτοπώλισσα)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.