γαλάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλάρι τα γαλάρια
      γενική του γαλαριού των γαλαριών
    αιτιατική το γαλάρι τα γαλάρια
     κλητική γαλάρι γαλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γαλάρι ουδέτερο

  1. μικρό προβάτου ή κατσικιού το οποίο ακόμα θηλάζει
  2. γαλάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.