τρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέφω
Σύνθετα
- ανατρέφομαι
- διατρέφομαι
- εκτρέφομαι
- διατροφή
- τρέφω
- τράφηκα
- θρεμμένος
- θρεφτάρι
- μαμμόθρεφτο
Μεταφράσεις
τρέφομαι
|
αγγλικά : feed |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.