έδαφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έδαφος τα εδάφη
      γενική του εδάφους των εδαφών
    αιτιατική το έδαφος τα εδάφη
     κλητική έδαφος εδάφη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έδαφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔδαφος. Για τη μεταφορική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική terrain[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ða.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έδαφος

Ουσιαστικό

έδαφος ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε τμήμα του εξωτερικού μέρους του στερεού φλοιού της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος)
    έγινε σεισμός και το έδαφος άνοιξε στα δύο
     συνώνυμα: χώμα, γη
  2. (συνεκδοχικά) το μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας που πατούμε
    έπεσε στο έδαφος
    χάνω το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου
  3. η έκταση γης που ανήκει σε κράτος
    ελληνικό έδαφος - πάτρια εδάφη
  4. (μεταφορικά) οι συνθήκες, η βάση για την εξέλιξη δραστηριότητας
    υπάρχει γόνιμο έδαφος για συνεργασία και ανάπτυξη
    η άποψη αυτή κερδίζει/χάνει έδαφος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.