champ

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

champ (en)

  1. o πρωταθλητής



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

champ < λατινική campus

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃɑ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
champ champs

champ (fr) αρσενικό

  1. ο αγρός, ο κάμπος
  2. το πεδίο
    avenue des Champs Elysées - η λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων
  3. (εραλδική) το φόντο
    le champ d'un écu - το φόντο ενός οικοσήμου

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.