δίνω
Νέα ελληνικά (el)
- δίδω (λόγιο)
- δώνω (λαϊκότροπο)
Ετυμολογία
- δίνω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δίδω με μεταπλασμό σε -νω [1] < αρχαία ελληνική δίδωμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐νω
Ρήμα
δίνω, πρτ.: έδινα, στ.μέλλ.: θα δώσω, αόρ.: έδωσα/(έδωκα), παθ.φωνή: δίνομαι, π.αόρ.: δόθηκα, μτχ.π.π.: δοσμένος
- μεταβιβάζω την κυριότητα ή τη χρήση ενός πράγματος σε κάποιον άλλον (με ή χωρίς αντάλλαγμα, μόνιμα ή προσωρινά)
- μεταβιβάζω ένα αντικείμενο που κρατώ σε κάποιον άλλον για να το κρατά αυτός
- ↪ δώσε μου τη μια βαλίτσα να σε βοηθήσω
- προσφέρω
- ↪ ένα κοριτσάκι έδωσε στην καλεσμένη μια ανθοδέσμη
- προσφέρω τον εαυτό μου (ιδίως ερωτικά)
- ↪ Η νεαρή ερωτευμένη κοπέλα δόθηκε στον εραστή της με πάθος.
- παραχωρώ
- ↪ δίνω τη θέση μου στο λεωφορείο σε έναν ηλικιωμένο
- κάνω την ενέργεια που δηλώνει το ουσιαστικό που ακολουθεί
- (για χειρονομίες)
- ↪ δίνω ένα φιλί (φιλώ)
- (για χτυπήματα) χτυπώ κάποιον με, καταφέρω
- ↪ δίνω γροθιά, μπουνιά, κλοτσιά, σφαλιάρα κλπ
- (για χειρονομίες)
Εκφράσεις
- δίνε του! φύγε!
- δίνω αέρα
- δίνω ένα μάθημα σε κάποιον: τιμωρώ παραδειγματικά κάποιον
- δίνω ένα χεράκι: βοηθώ κάποιον να τελειώσει μια εργασία
- δίνω ένα χέρι ξύλο: δέρνω
- δίνω εξετάσεις: εξετάζομαι
- δίνω μάθημα: εξετάζομαι σε κάποιο μάθημα
- δίνω το λόγο (της τιμής) μου: δεσμεύομαι ηθικά ότι θα κάνω αυτό που υποσχέθηκα
- δίνω το «παρών»: προσφέρομαι σε μια κοινή προσπάθεια
- δίνω υπόσχεση: υπόσχομαι
- μου τη δίνει: με εκνευρίζει
- τα δίνω όλα: προσφέρω τα πάντα, όλες μου τις δυνάμεις
- (να) του δίνω: φεύγω
Συγγενικά
θέματα δο-, δω-, δα-
Σύνθετα
σύνθετα του ρήματος και μορφές → δείτε και δίδω
- αναδίνω / αναδίδω, αναδίδομαι
- αναμεταδίνω / αναμεταδίδω, αναμεταδίδομαι
- ανεδίνω
- ανταποδίνω / ανταποδίδω, ανταδίδομαι
- αντιδίνω
- αποδίνω / αποδίδω, αποδίδομαι
- βαριαναδίνω
- γλυκοδίνω
- εκδίνω / εκδίδω, εκδίδομαι
- κακαποδίνω
- καλοδίνω
- καταδίνω, καταδίνομαι / καταδίδω, καταδίδομαι
- καταπροδίνω / καταπροδίδω, καταπροδίδομαι
- λογοδίνομαι
- ματαδίνω, ματαδίνομαι
- ξαναδίνω, ξαναδίνομαι
- ξεδίνω
- παιρνοδίνω
- παραδίνω, παραδίνομαι / παραδίδω, παραδίδομαι
- πολυδίνω, πολυδίνομαι
- προδίνω, προδίνομαι / προδίδω, προδίδομαι
- ψυχοπαραδίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δίνω | έδινα | θα δίνω | να δίνω | δίνοντας | |
| β' ενικ. | δίνεις | έδινες | θα δίνεις | να δίνεις | δίνε | |
| γ' ενικ. | δίνει | έδινε | θα δίνει | να δίνει | ||
| α' πληθ. | δίνουμε | δίναμε | θα δίνουμε | να δίνουμε | ||
| β' πληθ. | δίνετε | δίνατε | θα δίνετε | να δίνετε | δίνετε | |
| γ' πληθ. | δίνουν(ε) | έδιναν δίναν(ε) |
θα δίνουν(ε) | να δίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έδωσα | θα δώσω | να δώσω | δώσει | ||
| β' ενικ. | έδωσες | θα δώσεις | να δώσεις | δώσε | ||
| γ' ενικ. | έδωσε | θα δώσει | να δώσει | |||
| α' πληθ. | δώσαμε | θα δώσουμε | να δώσουμε | |||
| β' πληθ. | δώσατε | θα δώσετε | να δώσετε | δώστε | ||
| γ' πληθ. | έδωσαν δώσαν(ε) |
θα δώσουν(ε) | να δώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δώσει | είχα δώσει | θα έχω δώσει | να έχω δώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δώσει | είχες δώσει | θα έχεις δώσει | να έχεις δώσει | έχε δοσμένο | |
| γ' ενικ. | έχει δώσει | είχε δώσει | θα έχει δώσει | να έχει δώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δώσει | είχαμε δώσει | θα έχουμε δώσει | να έχουμε δώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δώσει | είχατε δώσει | θα έχετε δώσει | να έχετε δώσει | έχετε δοσμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν δώσει | είχαν δώσει | θα έχουν δώσει | να έχουν δώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δοσμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δοσμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δοσμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δοσμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δίνομαι | δινόμουν(α) | θα δίνομαι | να δίνομαι | ||
| β' ενικ. | δίνεσαι | δινόσουν(α) | θα δίνεσαι | να δίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | δίνεται | δινόταν(ε) | θα δίνεται | να δίνεται | ||
| α' πληθ. | δινόμαστε | δινόμαστε δινόμασταν |
θα δινόμαστε | να δινόμαστε | ||
| β' πληθ. | δίνεστε | δινόσαστε δινόσασταν |
θα δίνεστε | να δίνεστε | (δίνεστε) | |
| γ' πληθ. | δίνονται | δίνονταν δινόντουσαν |
θα δίνονται | να δίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δόθηκα | θα δοθώ | να δοθώ | δοθεί | ||
| β' ενικ. | δόθηκες | θα δοθείς | να δοθείς | δώσου | ||
| γ' ενικ. | δόθηκε | θα δοθεί | να δοθεί | |||
| α' πληθ. | δοθήκαμε | θα δοθούμε | να δοθούμε | |||
| β' πληθ. | δοθήκατε | θα δοθείτε | να δοθείτε | δοθείτε | ||
| γ' πληθ. | δόθηκαν δοθήκαν(ε) |
θα δοθούν(ε) | να δοθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δοθεί | είχα δοθεί | θα έχω δοθεί | να έχω δοθεί | δοσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δοθεί | είχες δοθεί | θα έχεις δοθεί | να έχεις δοθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δοθεί | είχε δοθεί | θα έχει δοθεί | να έχει δοθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δοθεί | είχαμε δοθεί | θα έχουμε δοθεί | να έχουμε δοθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δοθεί | είχατε δοθεί | θα έχετε δοθεί | να έχετε δοθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δοθεί | είχαν δοθεί | θα έχουν δοθεί | να έχουν δοθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δοσμένος - είμαστε, είστε, είναι δοσμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δοσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δοσμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δοσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δοσμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δοσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δοσμένοι | |||||
Μεταφράσεις
δίνω
|
Αναφορές
- δίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.