συνθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνθήκη | οι | συνθήκες |
| γενική | της | συνθήκης | των | συνθηκών |
| αιτιατική | τη | συνθήκη | τις | συνθήκες |
| κλητική | συνθήκη | συνθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνθήκη < συντίθημι (< σύν + τίθημι). Αναλύεται σε συν- + -θήκη
- για τα δεδομένα κατάστασης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική condition [1]
Ουσιαστικό
συνθήκη θηλυκό
- (διπλωματία) μια συμφωνία ανάμεσα σε χώρες, μια σύμβαση
- τα δεδομένα που διαμορφώνουν μια κατάσταση
- (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) λογική έκφραση, που μπορεί να είναι αληθής (true) ή ψευδής (false)
- ↪ Η έκφραση: a > b, είναι αληθής όταν η τιμή του a είναι μεγαλύτερη του b, αλλιώς είναι ψευδής
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
συνθήκη
Αναφορές
- συνθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.