προσεδαφίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσεδαφίζω < αρχαία ελληνική προσεδαφίζω < πρός + ἔδαφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrir)
Ρήμα
προσεδαφίζω
Συγγενικά
- προσεδάφιση
- προσεδαφισμένος
- → δείτε τις λέξεις προς και έδαφος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσεδαφίζω | προσεδάφιζα | θα προσεδαφίζω | να προσεδαφίζω | προσεδαφίζοντας | |
| β' ενικ. | προσεδαφίζεις | προσεδάφιζες | θα προσεδαφίζεις | να προσεδαφίζεις | προσεδάφιζε | |
| γ' ενικ. | προσεδαφίζει | προσεδάφιζε | θα προσεδαφίζει | να προσεδαφίζει | ||
| α' πληθ. | προσεδαφίζουμε | προσεδαφίζαμε | θα προσεδαφίζουμε | να προσεδαφίζουμε | ||
| β' πληθ. | προσεδαφίζετε | προσεδαφίζατε | θα προσεδαφίζετε | να προσεδαφίζετε | προσεδαφίζετε | |
| γ' πληθ. | προσεδαφίζουν(ε) | προσεδάφιζαν προσεδαφίζαν(ε) |
θα προσεδαφίζουν(ε) | να προσεδαφίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσεδάφισα | θα προσεδαφίσω | να προσεδαφίσω | προσεδαφίσει | ||
| β' ενικ. | προσεδάφισες | θα προσεδαφίσεις | να προσεδαφίσεις | προσεδάφισε | ||
| γ' ενικ. | προσεδάφισε | θα προσεδαφίσει | να προσεδαφίσει | |||
| α' πληθ. | προσεδαφίσαμε | θα προσεδαφίσουμε | να προσεδαφίσουμε | |||
| β' πληθ. | προσεδαφίσατε | θα προσεδαφίσετε | να προσεδαφίσετε | προσεδαφίστε | ||
| γ' πληθ. | προσεδάφισαν προσεδαφίσαν(ε) |
θα προσεδαφίσουν(ε) | να προσεδαφίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσεδαφίσει | είχα προσεδαφίσει | θα έχω προσεδαφίσει | να έχω προσεδαφίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσεδαφίσει | είχες προσεδαφίσει | θα έχεις προσεδαφίσει | να έχεις προσεδαφίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσεδαφίσει | είχε προσεδαφίσει | θα έχει προσεδαφίσει | να έχει προσεδαφίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσεδαφίσει | είχαμε προσεδαφίσει | θα έχουμε προσεδαφίσει | να έχουμε προσεδαφίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσεδαφίσει | είχατε προσεδαφίσει | θα έχετε προσεδαφίσει | να έχετε προσεδαφίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσεδαφίσει | είχαν προσεδαφίσει | θα έχουν προσεδαφίσει | να έχουν προσεδαφίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.