προσεδαφίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσεδαφίζω < αρχαία ελληνική προσεδαφίζω < πρός + ἔδαφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrir)

Ρήμα

προσεδαφίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.