ανήκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανήκω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνήκω < αρχαία σημασία: φτάνω μέχρι[1] < (ἀνά) ἀν- + ἥκω (έχω έρθει)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈni.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νή‐κω
Ρήμα
ανήκω, πρτ.: ανήκα/(άνηκαπροφορικό(Χρειάζεται τεκμηρίωση…), ελλειπτικό ρήμα, συνήθως στο 3ο πρόωσπο (χωρίς παθητική φωνή)
- είμαι μέρος ενός συνόλου
- αποτελώ τμήμα της περιουσίας κάποιου
Συνώνυμα
- ιδιωματικό: αππαρθενεύω/απαρθενεύω και άλλες μορφές
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ανήκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.