terrain

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
terrain terrains

Ουσιαστικό

terrain (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έδαφος, χρησιμοποιείται να αναφέρεται σε μια περιοχή γης όταν αναφέρει τα φυσικά της χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, αν είναι τραχιά, επίπεδη κτλ.
    mountainous terrain - ορεινό έδαφος

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
terrain terrains

Ουσιαστικό

terrain (fr) αρσενικό

  1. το γήπεδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.