κατεδαφίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατεδαφίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεδαφίζω < κατ(α)- + μεσαιωνική και αρχαία ελληνική ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.te.ðaˈfi.zo/
Ρήμα
κατεδαφίζω, αόρ.: κατεδάφισα, παθ.φωνή: κατεδαφίζομαι, π.αόρ.: κατεδαφίστηκα, μτχ.π.π.: κατεδαφισμένος
- γκρεμίζω οικοδόμημα έως ότου ισοπεδωθεί
- καταστρέφω ολοσχερώς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατεδαφίζω | κατεδάφιζα | θα κατεδαφίζω | να κατεδαφίζω | κατεδαφίζοντας | |
| β' ενικ. | κατεδαφίζεις | κατεδάφιζες | θα κατεδαφίζεις | να κατεδαφίζεις | κατεδάφιζε | |
| γ' ενικ. | κατεδαφίζει | κατεδάφιζε | θα κατεδαφίζει | να κατεδαφίζει | ||
| α' πληθ. | κατεδαφίζουμε | κατεδαφίζαμε | θα κατεδαφίζουμε | να κατεδαφίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατεδαφίζετε | κατεδαφίζατε | θα κατεδαφίζετε | να κατεδαφίζετε | κατεδαφίζετε | |
| γ' πληθ. | κατεδαφίζουν(ε) | κατεδάφιζαν κατεδαφίζαν(ε) |
θα κατεδαφίζουν(ε) | να κατεδαφίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατεδάφισα | θα κατεδαφίσω | να κατεδαφίσω | κατεδαφίσει | ||
| β' ενικ. | κατεδάφισες | θα κατεδαφίσεις | να κατεδαφίσεις | κατεδάφισε | ||
| γ' ενικ. | κατεδάφισε | θα κατεδαφίσει | να κατεδαφίσει | |||
| α' πληθ. | κατεδαφίσαμε | θα κατεδαφίσουμε | να κατεδαφίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατεδαφίσατε | θα κατεδαφίσετε | να κατεδαφίσετε | κατεδαφίστε | ||
| γ' πληθ. | κατεδάφισαν κατεδαφίσαν(ε) |
θα κατεδαφίσουν(ε) | να κατεδαφίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατεδαφίσει | είχα κατεδαφίσει | θα έχω κατεδαφίσει | να έχω κατεδαφίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατεδαφίσει | είχες κατεδαφίσει | θα έχεις κατεδαφίσει | να έχεις κατεδαφίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατεδαφίσει | είχε κατεδαφίσει | θα έχει κατεδαφίσει | να έχει κατεδαφίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατεδαφίσει | είχαμε κατεδαφίσει | θα έχουμε κατεδαφίσει | να έχουμε κατεδαφίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατεδαφίσει | είχατε κατεδαφίσει | θα έχετε κατεδαφίσει | να έχετε κατεδαφίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατεδαφίσει | είχαν κατεδαφίσει | θα έχουν κατεδαφίσει | να έχουν κατεδαφίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατεδαφίζομαι | κατεδαφιζόμουν(α) | θα κατεδαφίζομαι | να κατεδαφίζομαι | ||
| β' ενικ. | κατεδαφίζεσαι | κατεδαφιζόσουν(α) | θα κατεδαφίζεσαι | να κατεδαφίζεσαι | (κατεδαφίζου) | |
| γ' ενικ. | κατεδαφίζεται | κατεδαφιζόταν(ε) | θα κατεδαφίζεται | να κατεδαφίζεται | ||
| α' πληθ. | κατεδαφιζόμαστε | κατεδαφιζόμαστε κατεδαφιζόμασταν |
θα κατεδαφιζόμαστε | να κατεδαφιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | κατεδαφίζεστε | κατεδαφιζόσαστε κατεδαφιζόσασταν |
θα κατεδαφίζεστε | να κατεδαφίζεστε | (κατεδαφίζεστε) | |
| γ' πληθ. | κατεδαφίζονται | κατεδαφίζονταν κατεδαφιζόντουσαν |
θα κατεδαφίζονται | να κατεδαφίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατεδαφίστηκα | θα κατεδαφιστώ | να κατεδαφιστώ | κατεδαφιστεί | ||
| β' ενικ. | κατεδαφίστηκες | θα κατεδαφιστείς | να κατεδαφιστείς | κατεδαφίσου | ||
| γ' ενικ. | κατεδαφίστηκε | θα κατεδαφιστεί | να κατεδαφιστεί | |||
| α' πληθ. | κατεδαφιστήκαμε | θα κατεδαφιστούμε | να κατεδαφιστούμε | |||
| β' πληθ. | κατεδαφιστήκατε | θα κατεδαφιστείτε | να κατεδαφιστείτε | κατεδαφιστείτε | ||
| γ' πληθ. | κατεδαφίστηκαν κατεδαφιστήκαν(ε) |
θα κατεδαφιστούν(ε) | να κατεδαφιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατεδαφιστεί | είχα κατεδαφιστεί | θα έχω κατεδαφιστεί | να έχω κατεδαφιστεί | κατεδαφισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατεδαφιστεί | είχες κατεδαφιστεί | θα έχεις κατεδαφιστεί | να έχεις κατεδαφιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατεδαφιστεί | είχε κατεδαφιστεί | θα έχει κατεδαφιστεί | να έχει κατεδαφιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατεδαφιστεί | είχαμε κατεδαφιστεί | θα έχουμε κατεδαφιστεί | να έχουμε κατεδαφιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατεδαφιστεί | είχατε κατεδαφιστεί | θα έχετε κατεδαφιστεί | να έχετε κατεδαφιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατεδαφιστεί | είχαν κατεδαφιστεί | θα έχουν κατεδαφιστεί | να έχουν κατεδαφιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατεδαφισμένος - είμαστε, είστε, είναι κατεδαφισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατεδαφισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατεδαφισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατεδαφισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατεδαφισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατεδαφισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατεδαφισμένοι | |||||
Συγγενικά
- ακατεδάφιστος
- κατεδάφιση
- κατεδαφισμένος
- κατεδαφιστέος
- κατεδαφιστικός
- προσεδαφίζω
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.