ζαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλίζομαι
Ρήμα
ζαλίζομαι
- νιώθω ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο
- μπερδεύομαι πολύ εξετάζοντας ένα ζήτημα και κουράζομαι πνευματικά με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.