ζαλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλίζομαι

Ρήμα

ζαλίζομαι

  1. νιώθω ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο
  2. μπερδεύομαι πολύ εξετάζοντας ένα ζήτημα και κουράζομαι πνευματικά με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.