συνεκδοχικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
συνεκδοχικά < συνεκδοχικός
Επίρρημα
συνεκδοχικά
- όταν μία λέξη χρησιμοποιείται όχι κυριολεκτικά αλλά σαν σχήμα λόγου, στη θέση μιας άλλης με την οποία, όμως, είναι άμεσα σχετική και:
- είναι γενικότερη από αυτήν
- αποτελεί τμήμα ή μικρότερο μέρος αυτής
- οι λέξεις τιμόνι ή ρόδα χρησιμοποιούνται συνεκδοχικά αντί της λέξης αυτοκίνητο
- είναι το όργανο της ενέργειας
- είναι η ενέργεια στην οποία χρησιμοποιείται το όργανο
Σημειώσεις
- λέμε ότι μια λέξη έχει συνεκδοχικά και μία δεύτερη σημασία όταν είναι σχετική με το αντικείμενο ή την έννοια που αντικαθιστά ενώ λέμε ότι μία λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν δεν είναι άμεσα σχετική
- οι λέξεις τιμόνι ή ρόδα συνεκδοχικά σημαίνουν και το αυτοκίνητο ενώ η λέξη βόδι χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να δηλώσει έναν βλάκα
Μεταφράσεις
συνεκδοχικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.