ανεδαφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεδαφικός | η | ανεδαφική | το | ανεδαφικό |
| γενική | του | ανεδαφικού | της | ανεδαφικής | του | ανεδαφικού |
| αιτιατική | τον | ανεδαφικό | την | ανεδαφική | το | ανεδαφικό |
| κλητική | ανεδαφικέ | ανεδαφική | ανεδαφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεδαφικοί | οι | ανεδαφικές | τα | ανεδαφικά |
| γενική | των | ανεδαφικών | των | ανεδαφικών | των | ανεδαφικών |
| αιτιατική | τους | ανεδαφικούς | τις | ανεδαφικές | τα | ανεδαφικά |
| κλητική | ανεδαφικοί | ανεδαφικές | ανεδαφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.ða.fiˈkos/
Παράγωγα
- ανεδαφικά (επίρρημα)
- ανεδαφικότητα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έδαφος
Αναφορές
- ανεδαφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.