γόνιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γόνιμος | η | γόνιμη | το | γόνιμο |
| γενική | του | γόνιμου | της | γόνιμης | του | γόνιμου |
| αιτιατική | τον | γόνιμο | τη | γόνιμη | το | γόνιμο |
| κλητική | γόνιμε | γόνιμη | γόνιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γόνιμοι | οι | γόνιμες | τα | γόνιμα |
| γενική | των | γόνιμων | των | γόνιμων | των | γόνιμων |
| αιτιατική | τους | γόνιμους | τις | γόνιμες | τα | γόνιμα |
| κλητική | γόνιμοι | γόνιμες | γόνιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γόνιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γόνιμος[1] < γίγνομαι
Επίθετο
γόνιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αποκτήσει απογόνους
- όταν παντρεύτηκε δεν ήταν σε γόνιμη ηλικία
- (συνεκδοχικά) που μπορεί διαρκώς να παράγει
- κληρονόμησε μία πολύ γόνιμη έκταση
- διαθέτει γόνιμη φαντασία
- (μεταφορικά) που μπορεί να αποδώσει, να φέρει αποτελέσματα
- γόνιμη προσπάθεια
Συγγενικά
- γόνιμα
- γονιμοποίηση
- γονιμοποιός
- γονιμοποιώ
- γονιμότητα
- → δείτε τη λέξη γίνομαι
Σύνθετα
Μεταφράσεις
γόνιμος
|
Αναφορές
- γόνιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.