γόνιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γόνιμος η γόνιμη το γόνιμο
      γενική του γόνιμου της γόνιμης του γόνιμου
    αιτιατική τον γόνιμο τη γόνιμη το γόνιμο
     κλητική γόνιμε γόνιμη γόνιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γόνιμοι οι γόνιμες τα γόνιμα
      γενική των γόνιμων των γόνιμων των γόνιμων
    αιτιατική τους γόνιμους τις γόνιμες τα γόνιμα
     κλητική γόνιμοι γόνιμες γόνιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γόνιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γόνιμος[1] < γίγνομαι

Επίθετο

γόνιμος, -η, -ο

  1. που μπορεί να αποκτήσει απογόνους
  2. (συνεκδοχικά) που μπορεί διαρκώς να παράγει
     συνώνυμα: εύφορος, θρεψερός, παραγωγικός
     αντώνυμα: άγονος
  3. (μεταφορικά) που μπορεί να αποδώσει, να φέρει αποτελέσματα
     συνώνυμα: αποδοτικός

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.