διεκδίκηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεκδίκηση οι διεκδικήσεις
      γενική της διεκδίκησης* των διεκδικήσεων
    αιτιατική τη διεκδίκηση τις διεκδικήσεις
     κλητική διεκδίκηση διεκδικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεκδικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκδίκηση < διεκδικώ + -ση

Ουσιαστικό

διεκδίκηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.