πρόσφορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρόσφορος | η | πρόσφορη | το | πρόσφορο |
| γενική | του | πρόσφορου | της | πρόσφορης | του | πρόσφορου |
| αιτιατική | τον | πρόσφορο | την | πρόσφορη | το | πρόσφορο |
| κλητική | πρόσφορε | πρόσφορη | πρόσφορο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρόσφοροι | οι | πρόσφορες | τα | πρόσφορα |
| γενική | των | πρόσφορων | των | πρόσφορων | των | πρόσφορων |
| αιτιατική | τους | πρόσφορους | τις | πρόσφορες | τα | πρόσφορα |
| κλητική | πρόσφοροι | πρόσφορες | πρόσφορα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρόσφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσφορος < προσφέφω, πρόσ- + φορ- (φέρω) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σφο‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : πρόσ‐φο‐ρος
Επίθετο
πρόσφορος, -η, -ο
- κατάλληλος, χρήσιμος για κάτι, που προσφέρεται
- ↪ Στην Κρήτη, το κλίμα είναι πρόσφορο για την καλλιέργεια της μπανάνας.
Εκφράσεις
- πρόσφορο έδαφος (μεταφορικά)
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πρόσφορος | τὸ | πρόσφορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | προσφόρου | τοῦ | προσφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | προσφόρῳ | τῷ | προσφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πρόσφορον | τὸ | πρόσφορον | ||
| κλητική ὦ! | πρόσφορε | πρόσφορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πρόσφοροι | τὰ | πρόσφορᾰ | ||
| γενική | τῶν | προσφόρων | τῶν | προσφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | προσφόροις | τοῖς | προσφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | προσφόρους | τὰ | πρόσφορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πρόσφοροι | πρόσφορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσφόρω | τὼ | προσφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσφόροιν | τοῖν | προσφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρόσφορος < προσφέφω, πρόσ- + φορ- (φέρω) + -ος
- δωρικός τύπος : ποτίφορος
Συγγενικά
Πηγές
- πρόσφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.