εδαφιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδαφιαίος η εδαφιαία το εδαφιαίο
      γενική του εδαφιαίου της εδαφιαίας του εδαφιαίου
    αιτιατική τον εδαφιαίο την εδαφιαία το εδαφιαίο
     κλητική εδαφιαίε εδαφιαία εδαφιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδαφιαίοι οι εδαφιαίες τα εδαφιαία
      γενική των εδαφιαίων των εδαφιαίων των εδαφιαίων
    αιτιατική τους εδαφιαίους τις εδαφιαίες τα εδαφιαία
     κλητική εδαφιαίοι εδαφιαίες εδαφιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εδαφιαίος < μεσαιωνική ελληνική εδαφιαίος < αρχαία ελληνική ἔδαφος

Επίθετο

εδαφιαίος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.