καθίζηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθίζηση | οι | καθιζήσεις |
| γενική | της | καθίζησης* | των | καθιζήσεων |
| αιτιατική | την | καθίζηση | τις | καθιζήσεις |
| κλητική | καθίζηση | καθιζήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθιζήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καθίζηση θηλυκό
Μεταφράσεις
καθίζηση
|
Πηγές
- καθίζηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.