υποχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποχωρῶ, συνηρημένος τύπος του ὑποχωρέω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + χωρώ
σημασία: «κάτω από πίεση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική céder

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.xoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποχωρώ

Ρήμα

υποχωρώ, πρτ.: υποχωρούσα, αόρ.: υποχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βαδίζω προς τα πίσω μην μπορώντας να αντέξω την εχθρική επίθεση
  2. ενδίδω σε μια διαμάχη ή διαπραγμάτευση, σταματώ να προβάλλω το σύνολο των απαιτήσεών μου ή τα επιχειρήματά μου, υποκύπτω και δέχομαι τις απαιτήσεις ή τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς
      Καταπιανόταν με τα δύσκολα και δεν υποχωρούσε ως να τα βγάλει πέρα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  3. (για κατασκευές) καταρρέω κάτω από μεγάλη πίεση
  4. (για χρηματικά ποσά, αρρώστια, κλίμα) μειώνομαι, μετριάζομαι
    υποχώρησε ο καύσωνας
  5. (μεταφορικά) παίρνει τη θέση μου κάτι άλλο
     αντώνυμα: επικρατώ

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπό, χωράω΄ και χωρώ

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.